- μονοφαγία
- μονοφαγίᾱ , μονοφαγίαeating alonefem nom/voc/acc dualμονοφαγίᾱ , μονοφαγίαeating alonefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονοφαγία — η (ΑΜ μονοφαγία) [μονοφάγος] το να τρώγει κάποιος μόνος, χωρίς την παρουσία άλλου νεοελλ. μσν. το να τρώγει κάποιος μία φορά την ημέρα νεοελλ. το να τρώει κανείς ένα μόνον είδος φαγητού … Dictionary of Greek
μονοφαγίαν — μονοφαγίᾱν , μονοφαγία eating alone fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… … Православная энциклопедия